κεσάτι

κεσάτι
το
(λ. τουρκ.), εμπορική απραξία, ανεργία: Αυτή την εποχή έχουμε κεσάτια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεσάτι — το (Μ κεσάτι) συν. στον πληθ. τα κεσάτια πλήρης ή σημαντική έλλειψη εμπορικής κίνησης, εμπορική απραξία, αναδουλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kesat] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • chesat — CHESÁT s.n. (Turcism înv.) Lipsă de vânzare într o întreprindere comercială; criză comercială. – Din tc. kesad. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHESÁT s. v. criză. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  chesát s. n …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”